- κορόνιο
- ή κορώνιο, το(αστρον.-χημ.) υποθετικό αέριο χημικό στοιχείο το οποίο μετά από φασματοσκοπικές αναλύσεις θεωρήθηκε ότι υπάρχει στο ηλιακό στέμμα, αργότερα όμως διαπιστώθηκε ότι συνίσταται από εντόνως ιοντισμένα άτομα γνωστών χημικών στοιχείων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coronium < coron (< λατ. corona < αρχ. ελλ. κορώνη) + κατάλ. -ium, που αποδίδεται με την -ιον].
Dictionary of Greek. 2013.